κανάγιας

κανάγιας
ο
(λ. γαλλ.), χυδαίος άνθρωπος, παλιάνθρωπος, κάθαρμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κανάγιας — ο, θηλ. κανάγια και κανάγισσα (για πρόσ.) αχρείος, χυδαίος, παλιάνθρωπος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canaille < ιταλ. canaglia < λατ. canis «σκύλος»] …   Dictionary of Greek

  • καγκάγιας — ο κανάγιας* …   Dictionary of Greek

  • Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”